Το πανηγύρι στον Ελληνικό χώρο είναι ένας πανάρχαιος θεσμός που έχει τις ρίζες του στην αρχαιοελληνική παράδοση. Η ίδια η λέξη «πανηγύρι» αποδεικνύει τη μακραίωνη παράδοση του θεσμού. Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις παν (όλος) και αγείρω (μαζεύω, συγκεντρώνω), σημαίνει δηλαδή το μέρος όπου συναθροίζονται πολλοί άνθρωποι. Η αρχαιοελληνική πανάγυρις (δωρικός τύπος) ή και πανήγυρις (αττική διάλεκτος) έγινε πανηγύριον κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, πανηγύρι στη διάρκεια του Μεσαίωνα, για να φτάσει να λέγεται παναΰρ από τους γηγενείς κατοίκους της Σκοτούσσας μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες, διατηρώντας έτσι την παλιά μακεδονική δωρική προφορά της λέξης.
Τα πανηγύρια όπως τα ζούμε σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, αποτελούν συνέχεια των αρχαιοελληνικών συναθροίσεων που γίνονταν γύρω από ένα ναό κάποιας θεότητας, τοπικής ή πανελλήνιας εμβέλειας. Εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο, η συνάθροιση αυτή σχεδόν πάντα συνδυαζόταν με χορό, τραγούδια, κρασί, κρεοφαγία, τσίκνα και αθλητικούς αγώνες. Στην περιοχή της Μακεδονίας και κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι εκδηλώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα του ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ και είχαν επικεντρωθεί στη λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μετά το 400 μ.Χ. και με την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι εκδηλώσεις αυτές απέκτησαν νέο χαρακτήρα και αφορούσαν πλέον τους αγίους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στους μικρούς βυζαντινούς οικισμούς του κάμπου των Σερρών, που συνήθως οικοδομούνταν γύρω από μια εκκλησία, το πανηγύρι γινόταν για να τιμηθεί ο άγιος, ο πολιούχος της εκκλησίας του οικισμού. Την ημέρα εκείνη οι κάτοικοι «συναθροίζονταν» για να γλεντήσουν, να χορέψουν, να φάνε κρέας. Οι αθλητικοί αγώνες με τη μορφή που ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα, έπαψαν να υπάρχουν. Η μικρή αυτή γιορτή τους έδινε την ευκαιρία για μια διακοπή από τη συνεχή και κοπιαστική εργασία τους στον κάμπο. Οι περισσότερες γιορτές γίνονταν είτε γύρω από το Πάσχα (του Αγίου Γεωργίου), είτε Σεπτέμβριο με Οκτώβριο, εποχή που υπήρχε περισσότερος χρόνος και φυσικά άφθονο κρασί!
Με την ίδια μορφή τα πανηγύρια συνέχισαν να εορτάζονται και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου. Στις γιορτές προοδευτικά προστέθηκαν οι αγώνες πάλης, ιπποδρομίες, τρέξιμο, λιθάρι, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε μουσουλμάνους και χριστιανούς να μετρήσουν τις δυνάμεις τους.
Πληροφορίες για τα πανηγύρια που γίνονταν στα χωριά του κάμπου των Σερρών και αφορούν τη δεκαετία του 1890, μας δίνει ο βούλγαρος Βασίλ Καντσώφ που έγραψε σχετικά:
«τα χωριά στον κάμπο των Σερρών είχαν πανηγύρια και κάθε χωριό είχε τη δική του γιορτή. Συνήθως γιόρταζαν την ημέρα του αγίου της εκκλησίας. Στη διάρκεια του πανηγυριού έρχονταν στο χωριό επισκέπτες από τα γύρω χωριά, πήγαιναν στη λειτουργία της εκκλησίας, επισκέπτονταν τους συγγενείς τους και τους φίλους τους, χόρευαν, πήγαιναν στην πάλη και γλεντούσαν μέχρι αργά το βράδυ»
Από την αναφορά του βούλγαρου εκπαιδευτικού των Σερρών Γκεόργκι Στρέσωφ μας είναι γνωστό ότι η εκκλησία στη Σκοτούσσα (Προσένικ), ήδη από το 1890, ήταν του Αγίου Γεωργίου. Με βάση αυτές τις πληροφορίες μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη Σκοτούσσα τα πανηγύρια, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου και ίσως και κατά τη βυζαντινή περίοδο, τελούνταν κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και την απελευθέρωση από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους το 1913.
Η ημερομηνία τέλεσης του πανηγυριού άλλαξε το 1920, μετά την επιστροφή των κατοίκων από την ομηρία στη Βουλγαρία. Ο ιερέας του χωριού παπά-Χριστόφορος Μιχαηλίδης σε συνεννόηση με τον πρόεδρο Μητρούση Χατζηπανταζή, αποφάσισαν να αλλάξουν την ημερομηνία τελέσεως της πανηγύρεως. Το χωριό Σκοτούσσα μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από την καταστροφή που είχε υποστεί στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε μακρά παράδοση στο εμπόριο, στην καλλιέργεια και επεξεργασία βαμβακιού, οι κάτοικοι του καλλιεργούσαν αμπέλια και υπήρχε άφθονο κρασί και επιπλέον περνούσε ο σιδηρόδρομος. Το μήνα Σεπτέμβριο, ο κόσμος είχε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, διέθετε κρασί, είχε πουλήσει το σιτάρι, το καλαμπόκι ήταν έτοιμο και μπορούσε να πουλήσει βαμβάκι και να αποκτήσει άμεση ρευστότητα χρήματος. Συνεκτιμώντας όλους αυτούς τους λόγους, αποφάσισαν να μεταφέρουν το πανηγύρι την 8η Σεπτεμβρίου, ημέρα που γιορτάζεται η γέννηση της Θεοτόκου Παναγίας. Στην επιλογή της 8ης Σεπτεμβρίου έπαιξε ρόλο η γνώμη αρκετών κατοίκων που βρέθηκαν όμηροι στο Μελένικο. Οι περισσότεροι από αυτούς εργάζονταν στα κτήματα της παρακείμενης μονής Ροζινού και εκεί το πανηγύρι, που κρατούσε 3 ημέρες, γινόταν την ημέρα του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Πίστευαν ότι τη ζωή τους τη χρωστούσαν στη χάρη της Παναγίας και επιθυμούσαν να μνημονεύεται η χάρη της στο πανηγύρι του χωριού.
Από τις αρχές του 1920 το πανηγύρι κρατούσε 4 ημέρες, γινόταν στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας και στη διάρκεια του διεξάγονταν αγώνες πάλης, ιπποδρομίες, αγώνες δρόμου και ποδηλατοδρομίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο χώρος τέλεσης της πανήγυρης μεταφέρθηκε στα δυτικά του χωριού, στην περιοχή Χιλιόδενδρα. Το έτος 1965 το πανηγύρι μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, δηλαδή στο άλσος με τα πλατάνια. Στο χώρο αυτό τελείται μέχρι και σήμερα.
Με το πέρασμα στον 21ο αιώνα, το πανηγύρι στη Σκοτούσσα, προσαρμοζόμενο διαρκώς στις νέες συνθήκες, έχει καταφέρει να κρατήσει τόσο τον παραδοσιακό του χαρακτήρα, όσο και να εκπλήσσει διαρκώς με τη ζωντάνια του. Ο εορτασμός των γενεθλίων της Παναγίας, το πανηγύρι γύρω από την εκκλησία, οι ζουρνάδες πλαισιωμένοι από τα νταούλια, το ψητό αρνί στη σούβλα, τα σουβλάκια του Μπιτζίδη και τα λουκάνικα Τζουμαγιάς, η τσίκνα, η περατζάδα, η βόλτα, οι λουκουμάδες, οι αγώνες πάλης και δρόμου αντοχής, τα λικνίσματα και οι χοροί, οι πλανόδιοι μικροπωλητές, τα χαλιά, οι ευκαιρίες αγοράς και το λούνα-παρκ, συνθέτουν μια εικόνα που έρχεται από το βαθύ παρελθόν των Σκοτουσσαίων. Το πανηγύρι από τα πρώτα του χρόνια πρόσφερε ένα ανεκτίμητο αγαθό, το αντάμωμα. Στο πανηγύρι αντάμωναν συγχωριανοί, κοντοχωριανοί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, νέοι. Αγκαλιάζονταν, ασπάζονταν ο ένας τον άλλον, έλεγαν για τη ζωή τους και χαιρετούσε ο ένας τον άλλο με τη φράση «και του χρόνου, πρώτα ο Θεός»!
Κείμενο: Σύκας Νικόλαος