Ο Θανάσης Χατζηπανταζής γεννήθηκε το 1873. Πατέρας του ήταν ο Πανταζής (1840-1909). Ο Πανταζής, ορφανός και με δύο αδερφές ανύπανδρες, ξεκίνησε από τα χωριά του Ολύμπου και μετά από μια ενδιάμεση στάση στην Καρπερή Σερρών, εγκαταστάθηκε στο χωριό Προσένικ, στις ανατολικές παρυφές του χωριού, γύρω στα 1858. Αφού πάντρεψε τις αδερφές του, παντρεύτηκε και ο ίδιος με τη Μαρία Χίντζιου και απέκτησαν δυο παιδιά, τον Κώστα (Ντίνκο, Ατζιντίνκο, 1859-1922) και την Ελένη (1868-1918). Μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά με τη Σοφία (χήρα Γραμματίκα) από την Αμμουδιά. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, πρώτα τον Δημήτρη (Μητρούση (1870-1931) και μετά τον Θανάση (1873-1906). Ο Πανταζής δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο και κατόρθωσε να αποκτήσει αρκετά χρήματα.
Ο Θανάσης ήταν ο μικρότερος γιός του Πανταζή. Ως χαρακτήρας ήταν ιδιαίτερα δυναμικός και ατίθασος. Ήθελε πάντα να ξεχωρίζει στις παρέες του. Ήταν περισσότερο δεμένος με τον αδερφό του Δημήτρη (Μητρούση) και λιγότερο με τον Κώστα, με τον οποίο είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας (14 χρόνια). Ο καλύτερος του φίλος ήταν ο Κώστας Παπανικολάου, το παπαδοπαίδι του χωριού. Παντρεύτηκε με τη Σοφία Τζιμπίρη-Χατζηπανταζή (Μπόνα ή καπετάνισσα, 1872-1964) προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890. Μαζί απέκτησαν μια κόρη την Ελένη που γεννήθηκε το 1904. Δούλευε στα χωράφια μαζί με τα αδέρφια του. Είχε εμπλακεί σε μια διαμάχη με Τούρκο στο χωριό Μελενικίτσι και το αποτέλεσμα αυτής της φιλονικίας ήταν ο θάνατος του Τούρκου.
Το Προξενείο Σερρών, το Μάιο του 1904, έδωσε εντολή στο Θανάση Χατζηπανταζή για να σχηματίσει ανταρτική ομάδα. Πριν τον προσεγγίσει το Ελληνικό Προξενείο, είχε δεχτεί συνεχείς απειλές και εκβιασμούς από την πλευρά των Βουλγάρων για να πάει με το μέρος τους. Την εποχή εκείνη, δηλαδή το πρώτο μισό του έτους 1904, οι Βούλγαροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πάρουν με το μέρος τους κατοίκους του χωριού της Σκοτούσσας. Από έγγραφο του Προξενείου Σερρών προς το Υπουργείο Εξωτερικών μαθαίνουμε ότι «εν τω ορθοδόξω χωρίω του καζά Σερρών Προσενίκι έλαβε χώραν αληθής επίσης συμπλοκή………. υπό τη αρχηγίαν του βουλγαροδιδασκάλου Βασίλη. Ο τελευταίος ούτος, όστις και εφονεύθη κατά την συμπλοκήν ταύτην, είναι λίαν χαρακτηριστικόν ότι είχε κατέλθει εις Προσενίκι, ίνα επαναλάβει την παλαιάν του απόπειραν προς βιαίαν απόσχισιν από της Ορθοδοξίας του χωρίου τούτου και επί τούτου ακριβώς κατηγγέλθη εις την ετέραν Μακεδονικήν συμμορίαν και επί τούτω εθανατώθη».
Ο Θανάσης μετά την αποδοχή της πρότασης του Προξενείου προχώρησε αμέσως στη συγκρότηση της ανταρτικής του ομάδας. Η αρχική ομάδα αποτελείτο από τους Θωμά Τζιντζή, Γιάννη Πούλιο και Γιάννη Βυσόκαλη από την Ηράκλεια, Χρήστο Κιουτσούκη από την Πεντάπολη και Ηλία Λατρόβαλη από το Χορτερό. Μετά από ένα μήνα περίπου, επειδή ο Πούλιος ήταν απαραίτητος για οδηγός τη θέση του κατέλαβε ο Τάκης Μπαξεβανούδης (ή Κηπουρός). Η περιοχή που έπρεπε να καλύψουν εκτείνονταν δυτικά και βόρεια της πόλης των Σερρών δηλαδή από τα χωριά Καλά Δένδρα και Σκοτούσσα, την Ηράκλεια και μέχρι το Μπέλες. Η κύρια αποστολή του σώματος Χατζηπανταζή ήταν η προστασία των χωρικών από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Αποσκοπούσε στο να εξαρθρώσει τις βάσεις των κομιτατζήδων σε εξαρχικά χωριά και να αποτρέψει το ενδεχόμενο να αποκτήσει η Βουλγαρία ερείσματα σε περιοχές της Μακεδονίας που η Ελλάδα διεκδικούσε. Δεν αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αλλά στην προστασία του ελληνικού στοιχείου. Σε μερικές περιπτώσεις στην αποστολή τους περιλαμβάνονταν και εκτελέσεις στελεχών των Βουλγάρων που προέβαιναν σε εκφοβισμό ή δολοφονίες χωρικών πιστών στο Πατριαρχείο.
Η πρώτη ενέργεια της ανταρτικής ομάδας του Χατζηπανταζή ήταν η εκτέλεση στη Τζουμαγιά του Βούλτσιου Μήντσιου, πράκτορα του βουλγαρικού κομιτάτου. Στην εκτέλεση βοήθησε και ο Γιάννης Μπάκας, αρραβωνιαστικός της αδερφής του Μήντσιου. Ο Χατζηπανταζής, που ήταν άριστος σκοπευτής, πυροβόλησε και σκότωσε τον Μήντσιο. Αμέσως μετά η ομάδα κρύφτηκε στο σπίτι του Νίκου Κουντουρά (Σπατόβαλη). Με την ενέργεια αυτή η ομάδα πήρε το βάφτισμα του πυρός. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μεταφορά όπλων και τη διανομή τους σε ανθρώπους οργανωμένους για την άμυνα. Σε μια τέτοια πορεία προς την Αμμουδιά, συγκρούστηκε με τουρκικό απόσπασμα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο οδηγός του χωριού Βελίκης και να πέσει στα χέρια των Τούρκων η τσάντα με τις ταυτότητες των ανταρτών. Αργότερα, έγινε γνωστό ότι ο Χατζηπανταζής σκόπιμα άφησε τις ταυτότητες, ούτως ώστε να είναι γνωστοί οι αντάρτες στις τουρκικές αρχές και να μη μπορούν να εγκαταλείψουν την ομάδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1904 η ομάδα Χατζηπανταζή ανέλαβε να περιφρουρήσει το πανηγύρι στο μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου (Τιμίου Σταυρού), στο χωριό Κούλα (σημερινό Παλαιόκαστρο). Το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού βρίσκεται περίπου 3 χλμ. βόρεια του χωριού Παλαιόκαστρο και 8 χλμ. από τη Σκοτούσσα. Ιδρύθηκε το 1878 από τον Κώστα Δάκο και τη Δάφνη Κούλελη και λειτούργησε για πρώτη φορά το Φεβρουάριο του 1880.
Το πανηγύρι του 1904 έμεινε στην ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα ως μία ιδιαίτερα σημαντική στιγμή. Σύμφωνα με την επιστολή του προξένου Σερρών προς το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, οι εκφοβιστικές ενέργειες των σχισματικών βουλγαρόφιλων κατοίκων του Παλαιοκάστρου είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή της τελέσεως της πανήγυρης του 1904. Ο Μουτεσαρρίφης (Νομάρχης) Σερρών, φοβούμενος συγκρούσεις και αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, απαγόρευσε την πανήγυρη και μάλιστα, πέντε ημέρες πριν την πανήγυρη, έστειλε χωροφύλακες στα γύρω χωριά για να ενημερωθούν για τη σχετική απαγόρευση.
Η είδηση της απαγόρευσης θορύβησε τον Ελληνικό πληθυσμό της πόλης των Σερρών, καθώς επίσης και τους χωρικούς στα γύρω χωριά. Ήταν το πρώτο πανηγύρι που γιόρταζαν μετά το καλοκαίρι, οι χωρικοί είχαν κάποια χρήματα από το βαμβάκι που μόλις είχαν πουλήσει, ανταμώνανε συγγενείς και φίλοι και κυρίως έδιναν μία εθνική χροιά στον εορτασμό. Η απαγόρευση προκάλεσε αισθήματα οργής και αγανάκτησης. Στις Σέρρες, στις 12 Σεπτεμβρίου 1904, η είδηση της απαγόρευσης προκάλεσε τον πάνδημο ξεσηκωμό των κατοίκων της πόλης. Τρεις με τέσσερις χιλιάδες Σερραίοι συγκεντρώθηκαν αρχικά γύρω από τη Μητρόπολη και στη συνέχεια, φωνάζοντας το σύνθημα «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ», κατευθύνθηκαν προς το Διοικητήριο. Εκεί πέτυχαν να αρθεί η απαγόρευση και να πάρουν πίσω τα κλειδιά του μοναστηριού. Την επόμενη ημέρα, παραμονή της πανηγύρεως, δύο χιλιάδες περίπου έφιπποι Σερραίοι και τέσσερις με πέντε χιλιάδες χωρικοί από τα γύρω χωριά, συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν το πανηγύρι. Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τα κάρα ή τα άλογα, ψάλλοντας εθνικά τραγούδια και τροπάρια, αντάμωσαν στο μοναστήρι για να παραστούν στη λειτουργία και στο πανηγύρι.
Την πορεία των Σερραίων ακολουθούσε τουρκικό απόσπασμα. Το Προξενείο παρόλα αυτά, για να προφυλάξει τη μεγαλειώδη εκείνη πορεία από πιθανή επίθεση βουλγαρικών συμμοριών, διέταξε το σώμα του Χατζηπανταζή να στήσει ενέδρες γύρω από το μοναστήρι και πάνω από το χωριό Μελενικίτσι. Όλη τη νύχτα το πλήθος από τις Σέρρες και τα γύρω χωριά (Μελενικίτσι, Βαμβακόφυτο, Καλά Δένδρα, Σκοτούσσα, Γεφυρούδι, Αμμουδιά) χόρευε και τραγουδούσε με νταούλια, ζουρνάδες και τη φιλαρμονική των Σερρών. Την άλλη μέρα το πρωί, 14 Σεπτεμβρίου, τελέστηκε η λειτουργία και αργότερα έγινε στον ίδιο χώρο η παραδοσιακή πάλη με έπαθλο για τον πρώτο νικητή ένα μοσχάρι.
Το πανηγύρι στο μοναστήρι της Κούλας (σημ. Παλαιόκαστρο), ουσιαστικά σήμανε την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα στο βόρειο τμήμα του Σερραϊκού κάμπου. Οι ενέργειες της ομάδας του Χατζηπανταζή είχαν αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των χωρικών, οι ιερείς και οι δάσκαλοι ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς και οι χωρικοί, ιδιαίτερα μετά το πανηγύρι της Κούλας, δεν φοβούνταν πλέον να βγουν στον κάμπο. Όμως μερικοί από τους άντρες του Χατζηπανταζή είχαν αρχίσει να κουράζονται. Η επικράτεια της δράσης τους ήταν μεγάλη σε έκταση και δεν προλάβαιναν να είναι άμεσα παρόντες, όταν υπήρχε ανάγκη.
Το καταλυτικό γεγονός, που οδήγησε το σώμα του καπετάν-Θανάση να δεχτεί περισσότερα μέλη και να γίνει περισσότερο αποτελεσματικό, είχε να κάνει με τον πολύ καλό του φίλο, τον Σκοτουσσαίο δάσκαλο Κώστα Παπανικολάου. Ο Κώστας Παπανικολάου, μετά από παραμονή δύο ετών στην Ηράκλεια, έλαβε εντολή να μεταβεί στο Πετρίτσι Βουλγαρίας. Εκεί υπήρχε έντονη παρουσία της ελληνικής κοινότητας και χρειαζόταν ένας έμπειρος δάσκαλος. Λίγο μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν στο σπίτι του συναδέλφου του από την Ηράκλεια, Γεωργίου Πάζη, και έβαλαν φωτιά στο σπίτι. Ο μεν Πάζης γλίτωσε με μερικά εγκαύματα, ο Παπανικολάου όμως υπέστη, εκτός από τα εγκαύματα, βαρύ νευρικό κλονισμό και κρίσεις πανικού. Διέκοψε την εργασία του στο Πετρίτσι και επέστρεψε στο χωριό του, το Πρόσνικ.
Εκεί βρέθηκε με το φίλο του το Θανάση. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά και έκαναν πολύ παρέα. Ο Θανάσης, γεννημένος το 1873, ήταν 5 χρόνια μεγαλύτερος από τον Κώστα, που είχε γεννηθεί το 1878. Ο Κώστας θαύμαζε το Θανάση για το δυναμικό του χαρακτήρα και ο Θανάσης ήταν πολύ περήφανος για το γραμματιζούμενο φίλο του. Τα σπίτια τους ήταν κοντά, έπαιζαν μαζί από μικρά παιδιά και ο Θανάσης ήταν πάντα εκείνος που προστάτευε τον ευγενικό και λιγομίλητο φίλο του, τον Κώστα. Ο Κώστας ήταν το παπαδοπαίδι του χωριού και ο Θανάσης ο γιός του Πανταζή, του προύχοντα του χωριού. Όταν ο Κώστας έφυγε για τις Σέρρες για να σπουδάσει δάσκαλος, οι συναντήσεις τους αραίωσαν. Στο Θανάση άρεσαν πολύ οι συζητήσεις που έκαναν για την Ελλάδα, τη Μακεδονία, για τους ήρωες της αρχαίας Ελλάδος. Απολάμβανε τον τρόπο που μιλούσε ο φίλος του ο δάσκαλος και καμάρωνε που ήθελε μόνο αυτόν για παρέα.
Στα τέλη του 1904, την εποχή που ο Κώστας ξαναγύρισε στο χωριό μετά την επίθεση στο Πετρίτσι, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει από τότε που ήταν μικρά παιδιά. Ο Κώστας είχε ενταχθεί στο Μακεδονικό Αγώνα και ως δάσκαλος έδινε και τη ψυχή του, για να κάνει το καθήκον του απέναντι στην Πατρίδα. Ο Θανάσης από τη δική του πλευρά, ήταν επικεφαλής ανταρτικής ομάδας και όργωνε το Σερραϊκό κάμπο, για να μπορούν δάσκαλοι και ιερείς να εκτελούν τα καθήκοντα τους. Πρέπει να ήταν μέσα Οκτωβρίου του 1904, όταν ξαναβρέθηκαν οι δυο φίλοι. Ήταν και πάλι μαζί, στο χωριό τους το Πρόσνικ. Μόνο που τώρα ο δάσκαλος, με τον ήρεμο και ευγενικό χαρακτήρα, ήταν ιδιαίτερα φοβισμένος, αμίλητος και πανικόβλητος. Επηρεασμένος ακόμη από την απόπειρα εναντίον του, προτιμούσε να μένει όλη την ημέρα κλειστός μέσα στο σπίτι. Στη δύσκολη αυτή στιγμή για το δάσκαλο ήρθε ο καλός του φίλος ο Θανάσης να του συμπαρασταθεί. Βλέποντας όμως ότι τα πράγματα δεν βελτιώνονταν πήρε τη μεγάλη απόφαση:
-Θα σε πάω στην Αθήνα στον καλύτερο γιατρό.
-Μα πώς θα πάμε, τα χρήματα που μου δώσανε από τη Μητρόπολη ίσα που φτάνουν για να ζήσω.
-Μη σε νοιάζει, του είπε ο Θανάσης.
Την επόμενη κιόλας εβδομάδα, βγήκανε τα έγγραφα που χρειαζότανε για να ταξιδέψουν στην Αθήνα. Πήρανε το τρένο από το Πρόσνικ και φτάσανε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί με άμαξα πήγανε στη Λάρισα και από εκεί πάλι με τρένο ως την Αθήνα. Έγινε αυτό που είχε υποσχεθεί ο Θανάσης στο φίλο του, βρήκανε τον καλύτερο γιατρό και γεμάτοι χαρά και αισιοδοξία ετοιμάστηκαν για την επιστροφή. Καθώς περιφέρονταν στους δρόμους της Αθήνας άκουγαν πένθιμες κωδονοκρουσίες και έβλεπαν κόσμο πολύ να φωνάζει, να διαμαρτύρεται, να κουνά ελληνικές σημαίες. Ήταν τέλη Οκτωβρίου 1904. Ρώτησαν γιατί όλη αυτή η φασαρία και τότε άκουσαν για πρώτη φορά για τον Παύλο Μελά, τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που έχασε τη ζωή του πολεμώντας στη Μακεδονία. Μετά το θάνατο του Μελά, για να μη δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο, έγιναν προσπάθειες να μη μαθευτεί. Οι εφημερίδες της εποχής όμως , μέσα σε μία εβδομάδα μετά το θάνατο του, είχαν ήδη διαδώσει το νέο στο Αθηναϊκό αναγνωστικό κοινό.
Οι δυο φίλοι από τη Μακεδονία, μαθαίνοντας τα νέα, ενθουσιάστηκαν ακόμη περισσότερο με την ιδέα της ελεύθερης Ελληνικής Μακεδονίας. Έγιναν ένα με τον κόσμο της Αθήνας και ζήτησαν να μάθουν περισσότερες πληροφορίες για την οργάνωση του αγώνα. Ο Θανάσης δήλωσε στο φίλο του το δάσκαλο ότι μόλις γυρίσουν θα μαζέψει και άλλους στην ομάδα του, για να διώξουν Βούλγαρους και Τούρκους από τη Μακεδονία. Έφυγαν για το σταθμό του τρένου και σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής δεν έκλεισαν μάτι. Έλεγαν για την Ελλάδα, έλεγαν για το χωριό τους που θα ήταν ελεύθερο, για το πώς θα μάθαιναν τα παιδιά ελληνικά, πώς θα έχτιζαν ένα σχολείο μεγάλο, έκαναν σχέδια για τη ζωή τους. Έφτασαν στο χωριό και λίγο μετά ο Κώστας ξαναέφυγε για το Πετρίτσι. Ο Θανάσης, γεμάτος ενθουσιασμό για την υπόθεση του Μακεδονικού αγώνα, άρχισε να διηγείται στους χωριανούς του όσα είδε και έζησε στην Αθήνα. Επιπλέον ενημέρωσε και το Προξενείο και τους ζήτησε περισσότερη βοήθεια. Τόσο το Προξενείο όσο και οι συγχωριανοί του και οι χωρικοί των διπλανών χωριών είχαν πλέον ανάμεσα τους έναν αγωνιστή που ενέπνεε σιγουριά, μπορούσε να τους πείσει ότι ο αγώνας τους δεν ήταν μάταιος.
Ο Θανάσης Χατζηπανταζής ήταν ήδη 31 ετών και η φήμη του είχε απλωθεί σε όλο τον κάμπο των Σερρών. Μετά από αυτά τα γεγονότα, στην ομάδα του προστέθηκαν πολλοί αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα. Πρώτοι και καλύτεροι οι συγχωριανοί του, ο Θωμάς Ζεμπίρης, ο Ηλίας Μήλιος και ο Ζάπρης (Σταμάτης) Τζιάταρας.
Στην ανταρτική ομάδα του καπετάν-Θανάση, εκτός από τους συγχωριανούς του, συμμετείχαν ακόμη ο Ηλίας Καμπούρης από το Χορτερό, ο Αθανάσιος Τσιλεμπότης από την Καρπερή, οι Νικόλαος Ματσαρόκος, Ευάγγελος Πέτρου και Αντώνιος Κουμλελής από τις Σέρρες, ο Σταύρος Σταύρου από τα Πορόια, οι Πέτρος Γρούγιος, Νικόλαος Καμένης και Κων/νος Τόλιος από την Αμμουδιά και ο Ηλίας Νεβόλιανης από τη Βαμβακιά. Στο σώμα συνέδραμε ως αγγελιοφόρος και ο Χρήστος Λάππας από τις Σέρρες. Επίσης από τις Σέρρες συμμετείχαν και τα αδέρφια Αλέξανδρος και Γεώργιος Κυπαρίσσης ως πράκτορες Γ’ τάξεως με αποστολή τη μεταφορά εντολών του Προξενείου προς την ανταρτική ομάδα του Χατζηπανταζή.
Με τη συμμετοχή όλων αυτών είχε δημιουργηθεί μια ομάδα περίπου 20 ατόμων που μπορούσε πλέον χωρίς δυσκολία να ανταπεξέρχεται στις απαιτήσεις του αγώνα. Οι κάτοικοι των χωριών αισθάνονταν περισσότερο ασφαλείς και κινδύνευαν λιγότερο από τις επιδρομές των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Η δράση τους φανέρωνε με τον πιο λαμπρό τρόπο ότι η προαιώνια ελληνική παράδοση είχε βαθιές ρίζες και ήταν ακόμη ζωντανή. Επιπλέον, διέλυε το μύθο της τουρκικής παντοδυναμίας και του εκβουλγαρισμού της περιοχής.
Τον Αύγουστο του 1906, ο Χατζηπανταζής κλήθηκε στις Σέρρες από το Προξενείο για να συμμετάσχει σε σύσκεψη. Πρόξενος Σερρών ήταν ο Μιχάλης Τσαμαδός και στρατιωτικός ακόλουθος ο Δημοσθένης Φλωριάς, που είχε έρθει στις Σέρρες λίγους μήνες νωρίτερα. Στην πόλη των Σερρών, όπως συνήθιζε να κάνει, μπήκε νύχτα έχοντας μαζί του οπλισμένους κάποιους από τους άνδρες του. Εκεί πήρε εντολή να εκτελέσει το βούλγαρο βιβλιοπώλη Νίκωφ. Ο Νίκωφ ήταν μορφωμένος και θαρραλέος, το δε βιβλιοπωλείο του αποτελούσε κέντρο της βουλγαρικής προπαγάνδας. Στο παρελθόν είχε γλιτώσει από δύο απόπειρες δολοφονίας.
Την εκτέλεση του Νίκωφ πραγματοποίησε ο ίδιος ο καπετάν Θανάσης μαζί με τον υπαρχηγό του τον Τάκη Μπαξεβανούδη. Η εκτέλεση έγινε στις 19 Αυγούστου το πρωί(9 πμ), ημέρα Τρίτη, που είχε παζάρι στην πόλη των Σερρών και έλαβε χώρα κοντά στη γέφυρα του Αγίου Παντελεήμονα, λίγο πιο πάνω από τη θέση που βρίσκεται σήμερα το 1ο Λύκειο Σερρών. Για να μην προκληθεί φασαρία χρησιμοποιήθηκαν μαχαίρια. Εκτελέστηκαν ο Ατανάς Νίκωφ και ο ανιψιός του Χρίστο Νίκωφ. Στην προπαρασκευή βοήθησε και ο παπάς της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα, ο παπα-Πασχάλης (ο γνωστός αργότερα καπετάν- Ανδρούτσος).
Μετά την εκτέλεση, ο Χατζηπανταζής με τον Μπεξεβανούδη άρχισαν να τρέχουν στον ανήφορο, ακολουθώντας πορεία βόρεια, κατά μήκος της σημερινής οδού Αγίου Παντελεήμονα, με σκοπό να βγουν έξω από την πόλη. Καθώς έτρεχαν για να γλιτώσουν από τους χωροφύλακες(το αστυνομικό τμήμα ήταν πολύ κοντά γι αυτό χρησιμοποίησαν μαχαίρια), ο Τάκης Μπαξεβανούδης γλίστρησε και έπεσε. Ο καπετάν Θανάσης πήγε να τον σηκώσει και ο Μπαξεβανούδης, μέσα στην παραζάλη του, νομίζοντας ότι είναι Τούρκος χωροφύλακας, τον μαχαίρωσε στην κοιλιά. Αρχικά κατέφυγαν σε ένα διπλανό σπίτι, του ζαχαροπλάστη Χρήστου Γκάλιου. Από εκεί, κρυφά μέσα στη νύχτα, μετέφεραν τον τραυματία στο Προξενείο. Το Προξενείο ήταν κοντά στη Μητρόπολη, που τότε ήταν ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, και από το σημείο που έγινε το συμβάν απείχε περίπου 500 μέτρα. Τον επισκέφθηκαν όλοι οι γιατροί των Σερρών, ο Καρατζάς, ο Πάνου, ο Χρυσάφης. Το μαχαίρι είχε τραυματίσει τόσο την κοιλιακή χώρα όσο και το έντερο και παρά τις προσπάθειες των γιατρών, μετά από δύο εβδομάδες, στις 2 Σεπτεμβρίου 1906, πέθανε από περιτονίτιδα.
Τα νέα για τον τραυματισμό και την κακή εξέλιξη της υγείας του καπετάν Θανάση μετέφερε στη σύζυγο του Σοφία, η Δημητριάδου Αμαλία. Η Αμαλία ήταν από τις Σέρρες και λειτουργούσε ως σύνδεσμος και αγγελιοφόρος του Προξενείου. Η Σοφία άκουσε τα νέα για τον άνδρα της και ζήτησε να τον δει. Όταν μερικές ημέρες αργότερα πέθανε, συμφωνήθηκε να μη μαθευτεί ο θάνατος του, γιατί αυτό θα καταρράκωνε τόσο το ηθικό των συντρόφων του καπετάν-Θανάση όσο και των χωρικών που είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες πάνω του.
Η ταφή του καπετάν-Θανάση έγινε νύχτα από τους πιο έμπιστους πράκτορες του Προξενείου δηλαδή τον Στέφανο Αναστασίου, τον Νάκη Κούλα και τον Θανάση Ιωαννίδη. Ετάφη σε μια υπόγεια στοά που βρισκόταν βόρεια του Μητροπολιτικού ναού και το γεγονός αυτό το γνώριζαν ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο πρωτοσύγγελος Λεόντιος και ο φύλακας του ναού Απόστολος Κοτούλας. Μάλιστα για να μην είναι δυνατόν να αναγνωριστεί σε ποιόν ανήκει το πτώμα έριξαν κεζάπι (υδροχλωρικό οξύ).
Οκτώ μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1907, έπρεπε να γίνει εκταφή του νεκρού και ταφή σε άλλο μέρος. Ο γραμματέας του Προξενείου, που λεγόταν Μακρόας, απολύθηκε από το Προξενείο και ο Μητροπολίτης φοβήθηκε μήπως, θέλοντας να εκδικηθεί για την απόλυση του, μαρτυρήσει την ταφή του καπετάν Θανάση στη Μητρόπολη. Σε συνεννόηση λοιπόν με το Φλωριά αποφασίστηκε η εκταφή, η οποία και έγινε στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος, τον Απρίλιο του 1907. Τα οστά παραδόθηκαν στο Προξενείο με παρούσα την καπετάνισσα Σοφία και ενταφιάστηκαν στην αυλή του Προξενείου.
Τον καπετάν Θανάση Χατζηπανταζή τον τίμησε το χωριό του και η Ελληνική Πολιτεία με τη δημιουργία προτομής η οποία στήθηκε στο χώρο της πλατείας τον Μάιο του 1972. Στις ενέργειες που είχαν γίνει για την ολοκλήρωση της προσπάθειας είχε πρωτοστατήσει η ανιψιά του, Βαγγελούδα Χατζηπανταζή.
Μετά το θάνατο του καπετάν Θανάση, αρχηγός στην ομάδα του ανέλαβε η σύζυγος του καπετάνισσα Σοφία. Το πρότεινε η ίδια στο Προξενείο και συμφώνησαν όλοι. Ήταν αγαπητή από όλους και κυρίως από τους συντρόφους του καπετάν Θανάση.
Κείμενο: Σύκας Νικόλαος