Το Παραδοσιακό Πανηγύρι Σκοτούσσας
Στη Σκοτούσσα, ένα χωριό με ιστορικές μνήμες αιώνων, το πανηγύρι διεξάγεται το διάστημα 7-11 Σεπτεμβρίου με αφορμή τον εορτασμό του Γενέσιου της Θεοτόκου. Η σύνδεση του πανηγυριού με τη θρησκευτική πίστη των κατοίκων, η αγάπη τους για το χορό, το τραγούδι, τους αθλητικούς αγώνες, η λαχτάρα να ανταμώσουν ξανά με τους συντοπίτες τους, όλα αυτά παραπέμπουν σε συνήθειες που ξεκινούν από το μακρινό παρελθόν και παραμένουν ζωντανά μέχρι και σήμερα.
Η έναρξη της πανήγυρης είναι η 7η Σεπτεμβρίου, παραμονή της εορτής του Γενέσιου της Θεοτόκου. Το απόγευμα της 7ης Σεπτεμβρίου στην εκκλησία ψέλνεται μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός και ακολουθεί η Λιτανεία και η Περιφορά της εικόνας του Γενέσιου της Θεοτόκου. Την εικόνα συνοδεύει η μπάντα του Δήμου καθώς και πλήθος κόσμου.
Μετά το πέρας της λειτουργίας αρχίζει το γλέντι, ο χορός, το τραγούδι. Χορεύουν μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, με τη συνοδεία του ζουρνά και του νταουλιού. Οι οργανοπαίκτες είναι Ρομά από την Ηράκλεια Σερρών καθώς και από άλλα χωριά των Σερρών.
Οι χοροί που χορεύουν είναι συνήθως συρτός, γκάιντα, παϊτούσκα, ορμανλί, χασαποσέρβικο. Τα τελευταία σαράντα χρόνια ο χορός αποτελεί και πολιτιστική εκδήλωση. Μετά το πέρας της λειτουργίας και σε χώρο παρακείμενο της εκκλησίας παρουσιάζονται παραδοσιακοί χοροί της Μακεδονίας και της Θράκης καθώς και του Πόντου, με χορευτές που φορούν τις παραδοσιακές στολές του 19ου αιώνα. Με αυτό τον τρόπο οι κάτοικοι της Σκοτούσσας και θεατές από γειτονικά μέρη έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τη χορευτική παράδοση του τόπου τους.
Ο χώρος όπου διεξάγεται η πανήγυρη βρίσκεται πλησίον της εκκλησίας σε ένα άλσος με πλατάνια. Εκεί κυριαρχεί ο ήχος των ζουρνάδων. Δεκάδες «ζυγιές» ζουρνάδων πλαισιωμένες από νταούλια δημιουργούν ένα ηχητικό πανδαιμόνιο. Ο συνδυασμός της γαργαλιστικής τσίκνας, οι διονυσιακοί ήχοι του ζουρνά, το άφθονο αλκοόλ και το ψήσιμο των κρεατικών, παραπέμπουν σε εκδηλώσεις και συνήθειες από το μακρινό παρελθόν. Οι πάγκοι με τα εμπορεύματα, οι μικροπωλητές, το λούνα παρκ, οι ταβέρνες με τα γεμάτα τραπέζια, η περατζάδα και το χάζι, συνθέτουν ένα σκηνικό που προσφέρει ιδιαίτερες συγκινήσεις.
Ανήμερα της γιορτής της Παναγίας δηλαδή την 8η Σεπτεμβρίου, τελείται Θεία Λειτουργία. Την ημέρα εκείνη οι κάτοικοι συνηθίζουν να κάνουν ταξίματα στην εικόνα της Παναγίας. Συνήθως τα ταξίματα είναι μια λαμπάδα που την ανάβουν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας σε εκδήλωση ευχαριστίας για κάποιο χαρούμενο γεγονός ή για τη διάσωση από κάποια ασθένεια.
Το γλέντι και τα ψώνια στο χώρο της πανήγυρης συνεχίζονται για τις επόμενες τέσσερις ημέρες, δηλαδή από τις 8 μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου. Η διασκέδαση μπορεί να σχετίζεται με την έξοδο για φαγητό στις ταβέρνες, με την περατζάδα, τη βόλτα στους χώρους της πανήγυρης, με την παρακολούθηση διαφόρων δραστηριοτήτων όπως παραδοσιακοί χοροί, παράσταση Καραγκιόζη, θεατρική παράσταση, μουσική συναυλία. Στις ταβέρνες το δημοφιλέστερο έδεσμα είναι το ψητό αρνί στη σούβλα (λέγεται τσιοβαρμέ) που σερβίρεται στη λαδόκολλά και τρώγεται με τα χέρια.
Οι αθλητικές εκδηλώσεις αποτελούν επίσης βασικό συστατικό στοιχείο της πανήγυρης στη Σκοτούσσα. Από τη δεκαετία του 1920 τα αγωνίσματα που διεξάγονταν ήταν ο αγώνας δρόμου, οι ιπποδρομίες, οι ποδηλατοδρομίες και η πάλη. Οι ιπποδρομίες σταμάτησαν το 1962, οι ποδηλατοδρομίες το 1964 ενώ τα δυο αγωνίσματα που διεξάγονται ανελλιπώς για διάστημα μεγαλύτερο των 100 χρόνων είναι οι αγώνες δρόμου και η παραδοσιακή πάλη. Σε ότι αφορά τον αγώνα δρόμου, τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει καθιερωθεί ο Ημιμαραθώνιος Σκοτούσσας. Αυτός διεξάγεται υπό την αιγίδα του ΣΕΓΑΣ και της δημοτικής αρχής, λαμβάνουν μέρος αθλητές τόσο από το νομό Σερρών όσο και από γειτονικούς νομούς και στους νικητές απονέμονται μετάλλια και αναμνηστικά διπλώματα. Από το 2021 ξεκίνησαν και πάλι να διεξάγονται οι ποδηλατοδρομίες ενώ στους αγώνες δρόμου προστέθηκε και η απόσταση των 5 χλμ.
Η πάλη στη Σκοτούσσα πιστεύεται ότι προσομοιάζει στην ελληνορωμαϊκή πάλη και διεξάγεται το απόγευμα της τελευταίας ημέρας της πανήγυρης, δηλαδή την 11η Σεπτεμβρίου. Η έναρξη των αγώνων γίνεται στο χώρο της πανήγυρης. Από εκεί ξεκινά μια πομπή έχοντας μπροστάρη αυτόν που κρατά το λάβαρο των αγώνων και κατευθύνεται στον χώρο της παλαίστρας. Η πομπή περιλαμβάνει τα μέλη της Επιτροπής Διοργάνωσης της πανήγυρης, τους παλαιστές και συνοδεύεται από τους ζουρνατζήδες. Την πομπή ακολουθούν και οι θεατές της πάλης. Όλες οι δράσεις γίνονταν κάτω από το συνεχή ήχο του ζουρνά και του νταουλιού στο ρυθμό του γκιρές χαβασί (ρυθμός της πάλης).
Αφού φτάσει η πομπή στο χώρο της παλαίστρας, ο κήρυκας, που είναι εκπρόσωπος της δημοτικής αρχής, φωνάζει όλους τους παλαιστές, τους «πεχλιβάνους», να δηλώσουν το όνομα και την κατηγορία στην οποία επιθυμούν ν’ αγωνισθούν, δηλαδή στα πρώτα ή στο «μπας» όπως αποκαλούνταν προπολεμικά η κατηγορία αυτή, στα δεύτερα ή στο «μπουγιούκ ορτά», στα τρίτα ή στο «κουτζούκ ορτά» και στα τελευταία ή στο «μπασμά».
Σήμερα όλοι οι παλαιστές αγωνίζονται με την κλασική περιβολή της σύγχρονης πάλης και μόνο οι παλαιστές της πρώτης κατηγορίας φορούν το λεγόμενο κιουσπέτι. Πρόκειται για ένα παντελόνι από δέρμα μοσχαριού, πολύ εφαρμοστό στο σώμα του παλαιστή. Το παντελόνι αυτό φτάνει μέχρι λίγο πιο κάτω από το γόνατο του παλαιστή και δένεται σφιχτά με κορδόνι τόσο στη μέση, όσο και στο γόνατο. Έχει χρώμα μαύρο και είναι στολισμένο στην περιοχή της μέσης με καλογυαλισμένα μπρούτζινα καρφιά.
Οι αθλητές αλείφουν το σώμα τους με μίγμα λαδιού και νερού για να γλιστρούν και να γίνονται πιο δύσκολα οι λαβές και να αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον ο αγώνας. Τα ζευγάρια όταν είναι έτοιμα, μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο και αρχίζουν τον αγώνα δίνοντας τα χέρια, ένδειξη ότι θα παλέψουν τίμια και θα υπάρχει φιλία ανάμεσα τους, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Ο αγώνας τελειώνει όταν ο ένας από τους δύο παλαιστές ρίξει τον άλλον κάτω, ώστε να ακουμπήσει η πλάτη του στο έδαφος. Τότε ο κριτής χτυπά ελαφρά τον ώμο του νικητή λέγοντας του χαρακτηριστικά ότι «έγινε» και υψώνει το χέρι του νικητή. Οι αθλητές δίνουν τα χέρια και ο ένας σηκώνει τον άλλον, κρατώντας τον από τη μέση. Στη συνέχεια, κρατώντας μία πετσέτα , πηγαίνουν προς τους θεατές για να ζητήσουν τον οβολό τους (μπαξίσι) με τη χαρακτηριστική φράση «άιντε μπαρμπάδες».
Μετά το τέλος της πάλης ο κόσμος επιστρέφει στο πανηγύρι. Είναι μια τελευταία ευκαιρία για διασκέδαση, για να συναντήσει κανείς γνωστούς και φίλους. Έτσι συνεχίζεται μια μακραίωνη παράδοση που θέλει τους κατοίκους των περιοχών γύρω από τη Σκοτούσσα να ανταμώνουν στο πανηγύρι (αντάμωμα), να αγκαλιάζονται, να ασπάζονται, να λένε πράγματα για τη ζωή τους και να αποχαιρετιούνται με τη φράση «και του χρόνου, πρώτα ο Θεός»!